Κυριακή 15 Ιουλίου 2007





Ξεραμένο κολλούσε στο στόμα το σάλιο της και με πετειναριών στις θέρμες τους πανάρχαιο λάλημα λαλούσαν ένα γύρω κορδωμένες οι κότες, διψάω, μούγκριζε του δαιμονικού βαριά και με γινάτι πρωτόβγαλτο έκλεινε στη γροθιά της ματωμένο να τους το κρύψει το αντίδωρο, πεισματικές όμως και με τα ράμφη ορθάνοιχτα κι ακούραστες αυτές από πάνω, σαν κολασμένη διψάω, γόγγυζε κάτω ανάσκελη μέσα στις μαργαρίτες της αυλής της χαμένη και σαν για να την αρπάξει μαυροντυμένη πεταλούδα μαζί του λυσσομανούσε σε γη κι ουρανό ο Θρακιάς, τόσο νερό τον κάμπο Του απ’ άκρη σ’ άκρη τον πλημμυρίζει κι εγώ διψάω, βρυχιόταν αλύγιστη σαν σε χωμάτινο σταυρό καρφωμένη κι άφριζαν άγρια τα μαλλιά της πάνω της, λευκό ποτάμι ξέχειλο με ορμή θεοτική κατρακυλούσαν και βουερά στα μαύρα της τα ρούχα έσπαζαν, σκλήριζε μόνο γαντζωμένο το δαιμονικό στην άκρη τους και με τρεμάμενα τα σκέλια το ‘παιρνε και το ‘φερνε ψηλά στα μελανά τα σύννεφα και χαμηλά στις πανιασμένες μαργαρίτες ο αέρας.
Την άνοιξη φύτρωναν πολλές στο ύψωμα.
Λευκές, λουλούδιαζε κάθε άνοιξη στην αυλή της ο τόπος μαργαρίτες λευκές.